καλοθωρώ

καλοθωρώ
καλόειδα και καλόδα, βλέπω καλά: Ποιος είσαι συ, δε σε καλοθωρώ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλοθωρώ — 1. διακρίνω καλά, βλέπω καθαρά 2. αντικρύζω κάτι ευμενώς, με συμπάθεια 3. διακρίνω με τον λογισμό μου κάτι σαφώς, ξεκαθαρίζω μέσα στον νου μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + (< επίρρ. καλά) + θωρώ] …   Dictionary of Greek

  • καλοθώρητος — η, ο [καλοθωρώ] 1. αυτός που διακρίνεται καλά, καθαρά 2. αυτός τον οποίο βλέπει κάποιος με ευχαρίστηση ή με συμπάθεια, ο ωραίας εμφανίσεως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”